περίφρακτος

περίφρακτος
περίφρακτος
fenced round
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περίφρακτος — η, ο / περίφρακτος, ον, ΝΜΑ, και περίφραχτος Ν [περιφράσσω] περιφραγμένος, κλεισμένος γύρω γύρω με φράχτη νεοελλ. φρ. «περίφρακτες πεδιάδες» χαρακτηριστικές περιοχές στην επιφάνεια τής Σελήνης που μοιάζουν με κρατήρες με επίπεδους πυθμένες …   Dictionary of Greek

  • περίφρακτος — η, ο βλ. περίφραχτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίφρακτον — περίφρακτος fenced round masc/fem acc sg περίφρακτος fenced round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφράκτῳ — περίφρακτος fenced round masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… …   Dictionary of Greek

  • έμφρακτος — η, ο (Α ἔμφρακτος, ον) φραγμένος, περίφρακτος, κατάφρακτος …   Dictionary of Greek

  • αμφίβλημα — ἀμφίβλημα, το (Α) [αμφιβάλλω] 1. είδος ενδύματος, μανδύας, επενδύτης 2. περίφρακτος χώρος, στοά 3. φρ. «πάνοπλα ἀμφιβλήματα», πανοπλία, πλήρης εξοπλισμός …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • κατάφραχτος — και κατάφρακτος, η, ο (AM κατάφρακτος, ον, Α αττ. τ. και κατάφαρκτος, ον) [καταφράσσω] 1. αυτός που είναι φραγμένος από παντού, περίφρακτος, περίκλειστος 2. (για ιππείς και για άλογα) αυτός που έφερε πανοπλία, καταφράκτη*, δηλ. θώρακα και άλλα… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”